- δυσεξήγητος
- -η, -οαυτός που δύσκολα εξηγείται, παράδοξος: Δυσεξήγητο φαινόμενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσεξήγητος — η, ο (AM δυσεξήγητος, ον) αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο δυσερμήνευτος … Dictionary of Greek
δυσεξήγητον — δυσεξήγητος hard to explain masc/fem acc sg δυσεξήγητος hard to explain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξηγήτου — δυσεξήγητος hard to explain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξήγητα — δυσεξήγητος hard to explain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξέλικτος — δυσεξέλικτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται 2. δυσεξήγητος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα με δύσκολους ελιγμούς … Dictionary of Greek
δυσκολοξήγητος — η, ο δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος … Dictionary of Greek
δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… … Dictionary of Greek
δύσφατος — δύσφατος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα λέγεται, απαίσιος 2. δυσερμήνευτος, δυσεξήγητος … Dictionary of Greek
δυσερμήνευτος — η, ο αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ο δυσεξήγητος: Δυσερμήνευτος νόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)